- πεντηκοντάκολλος
- πεντηκοντά-κολλος, ον,A made of fifty sheets,
χάρται PCair.Zen. 54.46
(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χάρται PCair.Zen. 54.46
(iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντηκοντάκολλος — ον, Α αυτός που απαρτίζεται από πενήντα φύλλα, κόλλες («πεντηκοντάκολλοι χάρται», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κόλλος (< κόλλα)] … Dictionary of Greek